φωτοφάνεια

φωτοφάνεια
η, ΝΜΑ, και φωτοφάνια Α [φωτοφανής]
εμφάνιση φωτός
νεοελλ.
οπτική ψευδαίσθηση, φωτοψία
αρχ.
εκκλ.
1. παρουσία Θεού
2. πνευματικός φωτισμός, μετάδοση θείας χάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτοφάνεια — η (φυσ.), ενδοπτικό φαινόμενο που προκαλείται όταν πιεστεί ο αμφιβληστροειδής του ματιού, οπότε βλέπουμε φωτεινό ίνδαλμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοφανείας — φωτοφανείᾱς , φωτοφάνεια illumination fem acc pl φωτοφανείᾱς , φωτοφάνεια illumination fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτοφανείαις — φωτοφάνεια illumination fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτοφάνειαν — φωτοφάνεια illumination fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτοφάνια — ἡ, Α βλ. φωτοφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ԼՈՒՍԵՐԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0902 Chronological Sequence: 8c գ. φωτοφανεία illustratio. Լուսաւոր երեւումն կամ յայտնութիւն. լուսաթայլութիւն. լուսաւորութիւն. *Ամենայն հարաշարժ լուսերեւութեանյառաջճանապարհ ʼի մեզբարետրապէս ընթացեալ: ամպոյ տեսակաւ զնախերեւակ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φωτοψία — η η φωτοφάνεια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”